- δικαίης
- δίκαιοςobservant of customfem gen sg (epic ionic)δικαίαfem gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δικαίης — Δικαία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγραριανισμός — ο 1. θεωρία τής ίσης κατανομής ή τής δίκαιης αναδιανομής τής έγγειας ιδιοκτησίας 2. κοινωνική ή πολιτική κίνηση που αποβλέπει στην πραγματοποίηση αγροτικών μεταρρυθμίσεων με σκοπό τη δικαιότερη κατανομή τής γης και τη βελτίωση τής οικονομικής… … Dictionary of Greek
είμαι — (AM εἰμί Α και αιολ. τ. ἐμμί Μ και εἶμαι) 1. υπάρχω, ζω («...ήταν ένας γέρος και μια γριά», «οὐκ ἐσθ οὗτος ἀνήρ οὐδ ἔσσεται» δεν υπάρχει ούτε πρόκειται να υπάρξει) 2. (για πράγματα) υπάρχω, βρίσκομαι) («δεν είναι στάρι φέτος», «ὁ παράδεισος αὐτὸς … Dictionary of Greek
θεμιστείος — θεμιστεῖος, ία, ον (Α) 1. νόμιμος, δίκαιος («θεμιστεῖον σκᾶπτον» το σκήπτρο τής δικαιοσύνης, τής δίκαιης κρίσεως, Πίνδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θεμιστεία μαντεία, προφητεία, χρησμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμις (Ι) (γεν. θέμιστ ος) + κατάλ. είος, πρβλ. οικ … Dictionary of Greek
νέμεση — η (Α νέμεσις, επικ. τ. νέμεσσις) 1. δίκαιη τιμωρία αξιόποινης πράξης, ποινή 2. η θεϊκή τιμωρός δύναμη, η θεϊκή οργή που πλήττει αυτόν που ασεβεί ή αδικεί, η θεία δίκη («μετὰ δὲ Σόλωνα οἰχόμενον ἔλαβεν ἐκ θεοῡ νέμεσις μεγάλη Κροῑσον», Ηρόδ.) 3. ως … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Καμπ Ντέιβιντ — (Camp David). Η εξοχική κατοικία του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε από την Υπηρεσία Εθνικών Πάρκων το καλοκαίρι του 1942, κατόπιν εντολής του προέδρου Φράνκλιν Ντελάνο Ρούζβελτ, και ονομάστηκε αργότερα Κ.Ν. από τον πρόεδρο Ντουάιτ Αϊζενχάουερ … Dictionary of Greek
Μάγερ, Ρόμπερτ — (Robert Mayer, Βιέννη 1855 – 1914). Αυστριακός οικονομολόγος και πολιτικός. Το 1911 διορίστηκε υπουργός Οικονομικών και υποστήριξε σθεναρά την ατομική φορολογία εισοδήματος. Τα κυριότερα έργα του τιτλοφορούνται: Οι αρχές της δίκαιης φορολογίας… … Dictionary of Greek
Σοφονίας — Ένας από τους μικρούς προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, απόγονος κάποιου Εζεκία, ο οποίος πιθανολογείται ότι ήταν ο γνωστός βασιλιάς του Ιούδα. Έδρασε στα χρόνια του Ιωσία, βασιλιά του Ιούδα, και ήταν σύγχρονος του Ιερεμία. Το όνομά του αναφέρεται… … Dictionary of Greek